ἐπαρχικούς

ἐπαρχικούς
ἐπαρχικός
of
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επαρχικός — ἐπαρχικός, ή, όν (Α) [έπαρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική εξουσία») 2. αυτός που ζει, κατοικεί στην επαρχία («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”